- τσιότσιος
- -α, -ο, Ν(διαλ. τ.)1. μικρός, λίγος2. (το ουδ. ως επίρρ.) τσιότσιολίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. τσιούτσικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιούτσικος — η, ο, Ν πολύ μικρός, μικρούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. διαλ. προέλευσης (πρβλ. και τον διαλ. τ. τσιότσιος «μικρός, λίγος», καθώς και το επίρρμ. τσιότσιο «λίγο», που μερικοί τους συνδέουν με τους ομηρ. τ. τυτθός, ον «μικρός, νέος» και το… … Dictionary of Greek